- πράμνημα
- πράμνημαshoot of the Pramnian vineneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πράμνημα — ἡματος, τὸ, Α μόσχευμα, βλαστός από κλήμα από το οποίο παραγόταν ο πράμνειος οίνος. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. πράμνειος] … Dictionary of Greek
πράμνειος — και πράμνιος, ὁ, ἡ, Α (ενν. οἶνος) 1. είδος δυνατού, πιθανώς κόκκινου, κρασιού, εξαιρετικής ποιότητας, το οποίο πήρε την ονομασία του από το όρος Πράμνη τής Ικαρίας ή από την ονομασία τόπου κοντά στην Έφεσο ή στη Σμύρνη ή στη Λέσβο 2. κρασί… … Dictionary of Greek